- ακροχείρισις
- ἀκροχείρισις, η (Α) [ἀκροχειρίζω]ο ακροχειρισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκροχείρισις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροχειρίζω — ἀκροχειρίζω (Α) 1. παίρνω κάτι με την άκρη τού χεριού μου 2. (συνήθ. το μεσ.) αγωνίζομαι από κοντά, όσο φτάνει το χέρι μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + χείρ. ΠΑΡ. αρχ. ἀκροχείρισις, ἀκροχειρισμός, ἀκροχειριστής] … Dictionary of Greek